πονηρόφθαλμος

πονηρόφθαλμος
-ον, Α
αυτός που έχει πονηρό, βάσκανο μάτι, αυτός που το βλέμμα του ματιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + -όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. φοβερ-όφθαλμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

  • ՉԱՐԱԿՆ — (կան, կունք, կանց.) NBH 2 0567 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 11c, 12c, 14c, 18c ա. βάσκανος, βασκαίνων, πονηρόφθαλμος, φθονερός fascinator, invidus. Որոյ ակն է չար. յաչաղկոտ. նախանձոտ. մախացօղ. աչքիլօղ. ... *Մի՛… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”